ἀνθεμίδα

ἀνθεμίδα
ἀνθεμίς
camomile
fem acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Ἀνθεμίδα — Ἀνθεμίδᾱ , Ἀνθεμίδης masc nom/voc/acc dual Ἀνθεμίδης masc voc sg Ἀνθεμίδᾱ , Ἀνθεμίδης masc gen sg (doric aeolic) Ἀνθεμίδης masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανθεμίδα — (anthemis). Γένος μονοετών, διετών ή πολυετών ποωδών φυτών της οικογένειας των συνθέτων, ιθαγενών των εύκρατων περιοχών του βόρειου ημισφαιρίου. Είναι φυτά διακοσμητικά, φαρμακευτικά ή ζιζάνια, με έντονη μυρωδιά. Τα φύλλα τους είναι επαλλάσσοντα… …   Dictionary of Greek

  • Ἀνθεμίδας — Ἀνθεμίδᾱς , Ἀνθεμίδης masc acc pl Ἀνθεμίδᾱς , Ἀνθεμίδης masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαμομήλι — (ματρικάρια το χαμαίμηλο). Μονοετής πόα της οικογένειας των συνθέτων ή κομποζιτών (δικοτυλήδονα), κοινότατο είδος σε καλλιεργούμενους και χέρσους αγρούς σε ολόκληρη στην Ελλάδα. Έχει φύλλα πολύ σχισμένα, σε τμήματα προμήκη και λεπτά, σχεδόν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”